- κενόσαρκος
- κενόσαρκοςdestitute of fleshmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενόσαρκος — κενόσαρκος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει επαρκή σάρκα, που είναι πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκό σαρκος, μαλακό σαρκος] … Dictionary of Greek
κενόσαρκον — κενόσαρκος destitute of flesh masc/fem acc sg κενόσαρκος destitute of flesh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek